σύγγναθος

σύγγναθος
ο, Ν
ζωολ. γένος γαοτερόοτεων συγγναθοειδών ιχθύων τής οικογένειας συγγναθίδες, συγγενικών με τους ιπποκάμπους, με λεπτό επίμηκες σώμα και σωληνόμορφο ρύγχος, μερικά είδη τών οποίων απαντούν και στην Ελλάδα και είναι γνωστά ως σακοράφες και ως κατουρλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syngnathus (< συν-* + γνάθος «σαγόνι»), Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ιω. Βούρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιφωνόστομο — το, Ν ζωολ. άλλη ονομασία τού γένους ιχθύων σύγγναθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonostome (< σίφων, ωνος + στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • συγγναθίδες — (Sygnathidae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών από τα οποία τα σπουδαιότερα είδη είναι ο ιππόκαμπος, γνωστό και ως αλογάκι της θάλασσας, και ο σύγγναθος (sygnathus). Ζει σε όλες σχεδόν τις θάλασσες και αριθμεί 50 περίπου είδη. Ο σ. έχει σώμα… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”